- ιδρωτάρι
- το обл обильное потение, пот градом
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ιδρωτάρι — ιδρωτάρι, το και δρωτάρι, το ιδροκόπημα, άφθονη έκκριση ιδρώτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ιδρωτάρι — και δρωτάρι, το άφθονη έκκριση ιδρώτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιδρώτας + κατάλ. άρι (πρβλ. λιθ άρι, πιθ άρι)] … Dictionary of Greek
ιδρώτας — Υγρό που εκκρίνεται από ορισμένους αδένες (τους λεγόμενους ιδρωτοποιούς), οι οποίοι βρίσκονται σε όλες τις δερματικές περιοχές και το εκχέουν στην επιφάνεια του δέρματος. Η έκκριση του ι. ποικίλλει σημαντικά ανάμεσα στα άτομα. Είναι μεγαλύτερη… … Dictionary of Greek